εθναπόστολος

εθναπόστολος
ο
1. απόστολος τών εθνών (προσωνυμία τών αποστόλων Πέτρου και Παύλου)
2. κήρυκας εθνικών ιδεωδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εθναπόστολοι μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εθναπόστολος — ο 1. ο κήρυκας (απόστολος) των εθνικών δικαίων και ιδεωδών, αυτός που εργάζεται για το έθνος, στο εξωτερικό ιδίως: Ο εθναπόστολος Ρήγας Φεραίος. 2. επώνυμο του απόστολου Παύλου, που κήρυξε το χριστιανισμό σε όλα τα έθνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… …   Dictionary of Greek

  • Λαϊνάς, Θεόκτιστος — (Υπάτη Φθιώτιδας 1934 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ πραγματοποίησε και μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής και γυμνασιάρχης σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”